- εὐδρομεῖ
- εὐδρομέωto be fleet of footpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)εὐδρομέωto be fleet of footpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδρομώ — εὐδρομῶ, έω (ΑΜ) [εύδρομος] τρέχω γρήγορα και σταθερά, είμαι ταχύς («ὥσπερ ἀθλητὴν εὐδρομοῡντα», Πλούτ.) μσν. κάνω κάτι καλά αρχ. 1. ευτυχώ, ευημερώ 2. είμαι επιτυχής, αποτελεσματικός («οὐκ εὐδρομεῑ ἡ τοῡ τόπου κατάληψις») 3. ζω τίμια 4. φρ.… … Dictionary of Greek